- κλεισιάδες
- κλεισ-ιάδες, αἱ,A door opening into the κλεισίον, street-door of a house, identified with the αὔλειος θύρα, Plu.Publ.20, Poll.4.125, 9.50: written κλεισίαι in Ael.Dion.Fr.231;
κλεισιάδες θύραι D.H.5.39
; = δίθυροι πύλαι, Moer.p.227 P.; but, inner door, opp.αὔλειος, ἐν οἰκίαις αὔλειοι πρόκεινται κλεισιάδων Ph.1.520
;οἴκοι καταμένειν καὶ μηδὲ τὰς κ. ὑπερβαίνειν Id.2.82
, cf. 4; οὐ μόνον τειχῶν ἐντὸς ἀλλὰ καὶ κλεισιάδων θαλαμευομένοις ἀποζῆν Id. ap. Eus.PE8.14: metaph., μεγάλαι κ. ἀναπεπτέαται . . τῷ Πέρσῃ a wide entrance, Hdt.9.9, cf. Plu.Alc.10, Aristid. Or.38(7).21.II sluice-gates, D.H.1.66. (Usu.written κλις-, but κλεις- Plu.Publ.l.c.codd.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.